- σκηνοθετικός
- η , ό[ν] режиссёрский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκηνοθετικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σκηνοθέτη ή στη σκηνοθεσία (α «σκηνοθετική αντίληψη» β. «σκηνοθετικό ύφος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνοθεσία. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
σκηνοθετικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη σκηνοθεσία: Η σκηνοθετική εργασία ήταν πολύ προσεγμένη σ αυτό το έργο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)